- αντίκλινο
- Στη γεωλογία, σημαίνει μια τοξοειδή πτυχή των στρωμάτων του φλοιού της Γης με το κυρτό μέρος προς τα πάνω, αντίθετα προς το σύγκλινο. Αποτελείται από την κορυφή, δηλαδή το σημείο μέγιστης καμπυλότητας των στρωμάτων, και τις δύο πλευρές που συγκλίνουν προς την κορυφή. To επίπεδο απ’ όπου περνούν όλοι οι άξονες των στρωμάτων λέγεται αξονικό επίπεδο. Το στρώμα που βρίσκεται στο εσωτερικό της πτυχής λέγεται πυρήνας. Βάση α. είναι η απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών κορυφών. Όταν το πλάτος της βάσης είναι μεγάλο, λέγεται α.· όταν είναι μικρό λέγεται αντικλινική πτυχή. Ένα σύνολο από πολλές αντικλινικές πτυχές στρωμάτων του φλοιού της Γης λέγεται αντικλινώριο. Αντίθετα, λέγεται συγκλινώριο όταν αποτελείται από πολλαπλές συγκλινικές πτυχές, δηλαδή πτυχές που συγκλίνουν προς τα κάτω.
Dictionary of Greek. 2013.